πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
πατίνι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό δίτροχο παιχνίδι που μοιάζει με υποτυπώδες ποδήλατο, φέρει δύο μικρούς τροχούς ή ρουλεμάν και ωθείται με το ένα πόδι που πατάει περιοδικά στο έδαφος και σπρώχνει το πατίνι προς τα εμπρός, ενώ το άλλο πόδι πατάει σταθερά… … Dictionary of Greek
πέδιλο — το 1. ρηχό υπόδημα που δένεται με λουριά, σαντάλι. 2. καθετί που μοιάζει με σαντάλι: Τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατίνι — το (λ. γαλλ.) 1. τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο. 2. δίτροχο παιδικό, απλής κατασκευής, παιχνίδι. 3. μτφ., ταλαιπωρία· φρ., «Μας έκανε τη ζωή πατίνι», μας ταλαιπώρησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχοπέδιλο — το ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, που δένεται στο πόδι των πεδιλοδρόμων, πατίνι, παγοπέδιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)